ἀναγεύω
From LSJ
ὦ θάνατε, σωφρόνισμα τῶν ἀγνωμόνων → o death, chastener of the foolish | ο death, warning to the arrogant
English (LSJ)
give one a taste, πρώτους ἠξίωσ' ἀναγεῦσ' ὑμᾶς Ar.Nu.523.
Spanish (DGE)
fig. hacer degustar, probar una comedia a los espectadores πρώτους ἠξίωσ' ἀναγεῦσ' ὑμᾶς Ar.Nu.523.
German (Pape)
[Seite 182] kosten lassen, Ar. Nubb. 518.
French (Bailly abrégé)
faire goûter.
Étymologie: ἀνά, γεύω.
Russian (Dvoretsky)
ἀναγεύω: давать отведать: ἀναγεῦσαί τινά τι Arst. досл. попотчевать кого-л. чем-л., перен. показать кому-л. что-л.
Greek (Liddell-Scott)
ἀναγεύω: δίδω τι εἴς τινα νὰ γευθῇ, τὸν ἀφίνω νὰ γευθῇ, πρώτους ἠξίωσ’ ἀναγεῦσ’ ὑμᾶς Ἀριστοφ. Νεφ. 523.
Greek Monotonic
ἀναγεύω: μέλ. -σω, δίνω γεύση, με αιτ. προσ., σε Αριστοφ.