συμπάσσω
καὶ οἱ ἀμαθέστατοι τῶν ἰατρῶν τὸ αὐτὸ σοὶ ποιοῦσιν, ἐλεφαντίνους νάρθηκας καὶ σικύας ἀργυρᾶς ποιούμενοι καὶ σμίλας χρυσοκολλήτους: ὁπόταν δὲ καὶ χρήσασθαι τούτοις δέῃ, οἱ μὲν οὐδὲ ὅπως χρὴ μεταχειρίσασθαι αὐτὰ ἴσασιν → the most ignorant of doctors do the same as you, getting themselves ivory containers, silver cupping instruments, and gold-inlaid scalpels; but when it's time to use those things, they haven't the slightest notion of how to handle them
English (LSJ)
besprinkle, bespatter, bestrew, Plu.2.89d, 638e; βρέφος [ἅλατι] Sor.1.82, cf. Orib.Fr.78: also σ. τοὺς ἅλας Sor. l.c.
German (Pape)
[Seite 985] (s. πάσσω), bestreuen, συμπάσαι Plut. Symp. 2, 4 E.
French (Bailly abrégé)
saupoudrer.
Étymologie: σύν, πάσσω.
Russian (Dvoretsky)
συμπάσσω: посыпать (τινά, sc. κόνει Plut.).
Greek (Liddell-Scott)
συμπάσσω: ἐπιπάσσω, πασπαλίζω ἀπὸ ὅλα τὰ μέρη, Πλούτ. 2. 89D, 638Ε.
Greek Monolingual
Α
επιπάσσω, πασπαλίζω σε κάτι παντού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + πάσσω «πασπαλίζω»].