διασήθω
Τούτῳ τῷ λόγῳ χρήσαιτο ἄν τις ἐπ' ἐκείνων τῶν ἀνθρώπων οἳ παραδόξως ἀλαζονεύονται, μηδὲ τὰ κοινὰ τοῖς ἀνθρώποις ἐπιτελεῖν δυνάμενοι → One would use this fable for those who give themselves unreasonable airs, but can't handle everyday life (Aesop 40)
English (LSJ)
aor. -έσησα, sift, Hp.VM3, Dsc.5.75; prob. for διασείσας, Diocl. ap. Orib.8.41.3:—Pass., Aret.CA2.3.
Spanish (DGE)
cribar, tamizar (ὀρόβους) εἶτ' ἀλέσας δ. λεπτότατα Hp.Int.1, ἐλλέβορον μέλανα κόψας καὶ διασήσας Hippiatr.103.9, cf. Hp.VM 3, Mul.2.112, Diocl.Fr.140 (graf. διασείσας), Dsc.2.108, Paul.Aeg.3.81.9, τὸ δ' ἐγκαθήμενον Dsc.5.75.10, τὴν χρυσῖτιν γῆν Poll.7.97, en v. pas. τὰ ἄλευρα Poll.6.74, cf. Aret.CA 2.3.16, Gal.12.924, 19.137.
German (Pape)
[Seite 601] durchsieben, Diosc.
French (Bailly abrégé)
passer au crible ou au filtre, vanner, tamiser, sasser.
Étymologie: διά, σήθω.
Greek (Liddell-Scott)
διασήθω: κοσκινίζω ἢ διυλίζω, Ἱππ. Ἀρχ. Ἰητρ. 9, Διοσκ. 5, 26.
Greek Monolingual
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
δια-σήθω ziften, zeven.