φιλοποίμνιος
From LSJ
μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake
German (Pape)
[Seite 1283] die Heerde liebend, κύων, Theocr. 5, 106.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
ami des troupeaux.
Étymologie: φίλος, ποίμνιον.
Russian (Dvoretsky)
φιλοποίμνιος: любящий, т. е. заботливо охраняющий стадо (κύων Theocr.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοποίμνιος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὸ ποίμνιον, κύων φιλοποίμνιος Θεόκρ. 5. 106.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που αγαπά το ποίμνιο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + ποίμνιος (< ποίμνη «κοπάδι προβάτων»)].
Greek Monotonic
φῐλοποίμνιος: -ον (ποίμνη), αυτός που αγαπά το ποίμνιο (πλήθος πιστών), σε Θεόκρ.