βιοτεία

From LSJ
Revision as of 13:00, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

λιμῷ ὅσαπερ ὄψῳ διαχρῆσθε → hunger is a good sauce, hunger is the best pickle, hunger is the best sauce, hunger is the best seasoning, hunger is the best spice

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: βῐοτεία Medium diacritics: βιοτεία Low diacritics: βιοτεία Capitals: ΒΙΟΤΕΙΑ
Transliteration A: bioteía Transliteration B: bioteia Transliteration C: vioteia Beta Code: biotei/a

English (LSJ)

ἡ, way of life, X.Oec.6.10, Plb.6.7.5.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
1 sustento, mantenimiento, POxy.3491.12 (II d.C.).
2 modo de vidadep. de los medios econ., X.Oec.6.10, Plb.6.7.5.

German (Pape)

[Seite 445] ἡ, Lebensart, Xen. Oec. 6, 5; Pol. 6, 7, 5.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
moyens d'existence.
Étymologie: βιοτεύω.

Russian (Dvoretsky)

βιοτεία:
1 образ жизни Xen.;
2 средства к жизни Polyb.

Greek (Liddell-Scott)

βιοτεία: ἡ, μέσον ζωῆς, τρόπος πορισμοῦ τῶν πρὸς τὸ ζῆν, Ξεν. Οἰκ. 6, 10, Πολύβ. 6. 7, 5.

Greek Monolingual

βιοτεία, η (Α) βιοτεύω
ο τρόπος που αποκτά κανείς τα αναγκαία για τη ζωή του.

Greek Monotonic

βιοτεία: ἡ (βιοτή), τρόπος, μέσο ζωής, σε Ξεν.

Middle Liddell

βιοτή
a way of life, Xen.