βακχιώτης
From LSJ
εἰς ἀναισχύντους θήκας ἐτράποντο → they resorted to disgraceful modes of burial, they lost all shame in the burial of the dead
English (LSJ)
ου, ὁ, = βακχευτής, S. OC 678 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 427] ὁ, = βακχευτής, Soph. O. C. 683, vor Herm. βακχειώτης.
French (Bailly abrégé)
ου (ὁ) :
qui se livre à des transports bachiques.
Étymologie: Βάκχιος.
Greek Monolingual
βακχιώτης, ο (Α) Βάκχος
ο βακχευτής.
Russian (Dvoretsky)
βακχιώτης: дор. βακχιώτας, ου adj. m Soph. = βακχεῖος.