δοξοματαιόσοφος

From LSJ
Revision as of 13:13, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δοξομᾰταιόσοφος Medium diacritics: δοξοματαιόσοφος Low diacritics: δοξοματαιόσοφος Capitals: ΔΟΞΟΜΑΤΑΙΟΣΟΦΟΣ
Transliteration A: doxomataiósophos Transliteration B: doxomataiosophos Transliteration C: doksomataiosofos Beta Code: docomataio/sofos

English (LSJ)

ον, would-be philosopher, Epigr. ap. Hegesand. 1.

Spanish (DGE)

(δοξομᾰταιόσοφος) -ον
que cree fatua y vanamente ser sabio, Epigr.Adesp.FGE 1757.

German (Pape)

[Seite 657] von eitlem Weisheitsdünkel, Philosophen, Ep. ad. 110 (App. 288).

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
philosophe infatué de son mérite.
Étymologie: δόξα, μάταιος, σοφός.

Greek (Liddell-Scott)

δοξομᾰταιόσοφος: -ον, ὁ φανταζόμενος ἑαυτὸν σοφόν, Ἀνθ. Π. παραρτ. 288.

Greek Monotonic

δοξομᾰταιόσοφος: -ον, αυτός που φαντάζεται ότι θα μπορούσε να είναι φιλόσοφος, ψευδοφιλόσοφος, δοκησίσοφος, μωρόσοφος, κενόσοφος, κατά φαντασία σοφός, σε Ανθ.

Middle Liddell

δοξο-μᾰταιό-σοφος, ον adj
a would-be philosopher, Anth.