δυσκαρτέρητος

From LSJ
Revision as of 13:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ἔκστασίς τίς ἐστιν ἐν τῇ γενέσει τὸ παρὰ φύσιν τοῦ κατὰ φύσιν → what is contrary to nature is any developmental aberration from what is in accord with nature (Aristotle, On the Heavens 286a19)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῠσκαρτέρητος Medium diacritics: δυσκαρτέρητος Low diacritics: δυσκαρτέρητος Capitals: ΔΥΣΚΑΡΤΕΡΗΤΟΣ
Transliteration A: dyskartérētos Transliteration B: dyskarterētos Transliteration C: dyskarteritos Beta Code: duskarte/rhtos

English (LSJ)

ον, hard to endure, Ph.2.73, Plu.Phoc.4, etc. Adv. -τως Porph.Marc.8, Herod. Med. ap. Aët.9.2.

Spanish (DGE)

-ον
1 difícil de soportar, insoportable ψῦχος Duris 50, πεῖναν ... καὶ δίψαν θάλπος τε καὶ κρύος καὶ ὅσα ἄλλα δυσκαρτέρητα Ph.1.639, ἀλγηδόνες Ph.2.15, κακοπάθειαι Ph.2.73, cf. Plu.2.753c, Num.25
irresistible ἐπιθυμία καὶ ὁρμὴ πρὸς δόξαν Plu.2.546c
que no se tolera bien ὁ τρόπος οὗτος ... τῆς διαδέσεως de un tratamiento médico, Sor.2.6.102.
2 adv. -ως insoportablemente πυρεῖσθαι Herod.Med. en Aët.9.2, ἔχειν Porph.Marc.8.

German (Pape)

[Seite 682] schwer auszuhalten, ψῦχος Plut. Phoc. 4; τὸ δ. τῆς κοινωνίας Lyc. et. Num. 3.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
difficile à supporter.
Étymologie: δυσ-, καρτερέω.

Russian (Dvoretsky)

δυσκαρτέρητος: с трудом выдерживаемый, невыносимый (ψῦχος, πόνος Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

δυσκαρτέρητος: -ον, ὃν δύσκολον εἶνε νὰ ὑπομείνῃ τις, ψῦχος Πλούτ. Φωκ. 4, κτλ.

Greek Monolingual

δυσκαρτέρητος, -ον (Α)
αυτός τον οποίο δύσκολα ανέχεται κανείς.

Greek Monotonic

δυσκαρτέρητος: -ον (καρτερέω), δύσκολος να υποφερθεί, δυσβάστακτος, ασήκωτος, αφόρητος, σε Πλούτ.

Middle Liddell

δυσ-καρτέρητος, ον καρτερέω
hard to endure, Plut.