δορκάδειος
Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz
English (LSJ)
[ᾰ], α, ον, (δορκάς) of an antelope or gazelle, ἀστράγαλοι Thphr.Char.5.9, Plb.26.1.8:—also written δορκάδεοι, ἀστράγαλοι IG2.766.23, cf. PSI4.331.2, 444.2 (iii B. C.).
Spanish (DGE)
-α, -ον
• Alolema(s): -εος Ath.Askl.3.23 (IV a.C.), PCair.Zen.69.18, PSI 331, 444 (todos III a.C.)
1 de gacela o de corzo ἀστράγαλοι Thphr.Char.5.9, Ath.Askl.l.c., Plb.26.1.8, PCair.Zen.l.c., κρέας Sor.1.17.96, cf. Alex.Trall.2.455.26
•subst. ὁ δ. astrágalo de gacela, PSI ll.cc.
2 apropiado para la gacela τὰ λίνα τὰ δορκάδεια redes de caza para gacelas, PCair.Zen.524.2 (III a.C.).
German (Pape)
[Seite 658] vom Reh, δορκάς, z. B. ἀστράγαλοι, Pol. 26, 10, 9.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
de chevreuil.
Étymologie: δορκάς.
Russian (Dvoretsky)
δορκάδειος: принадлежащий антилопе (ἀστράγαλοι Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
δορκάδειος: [ᾰ], -α, -ον, (δορκὰς) ἀνήκων εἰς δορκάδα, Θεόφρ. Χαρ. 5 (21), Πολύβ. 26. 10, 9.
Greek Monolingual
δορκάδειος, -ον (Α)
αυτός που ανήκει σε δορκάδα.
Greek Monotonic
δορκάδειος: [ᾰ], -α, -ον (δορκάς), αυτός που ανήκει σε αντιλόπη, ζαρκάδι.