κακοθάνατος

From LSJ
Revision as of 13:27, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Κέρδος πονηρὸν μηδέποτε βούλου λαβεῖν → Ex non honesto lucra sectari cave → Hab nie den Wunsch, unredlichen Gewinn zu ziehn

Menander, Monostichoi, 288
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκοθάνᾰτος Medium diacritics: κακοθάνατος Low diacritics: κακοθάνατος Capitals: ΚΑΚΟΘΑΝΑΤΟΣ
Transliteration A: kakothánatos Transliteration B: kakothanatos Transliteration C: kakothanatos Beta Code: kakoqa/natos

English (LSJ)

[θᾰ], ον, dying miserably, Plu.2.22c (as expl. of ῥιγεδανός), cf. Vett.Val. 128.19, Sch.E.Hipp.1143.

German (Pape)

[Seite 1300] schlimm, unglücklich sterbend; schlimmen Tod bringend, wie nach Plut. de aud. poet. 5 ῥιγεδανὴ Ἑλένη von Einigen als κακοθάνατος erklärt wurde.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui meurt misérablement.
Étymologie: κακός, θάνατος.

Russian (Dvoretsky)

κακοθάνᾰτος: причиняющий трагическую смерть (Ἑλένη Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

κᾰκοθάνᾰτος: -ον, ἀποθνήσκων κακῶς ἢ ἀθλίως, Πλούτ. 2. 22C.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α κακοθάνατος, -ον)
αυτός που πεθαίνει με βασανιστικό, με κακό θάνατο
νεοελλ.
(ως κατάρα) που είθε να έχει κακό θάνατο («είδες τον κακοθάνατο τί έκανε στον πατέρα του;»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -θάνατος (< θάνατος), πρβλ. ετοιμοθάνατος, ισοθάνατος.