μετοικιστής

From LSJ
Revision as of 14:00, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετοικιστής Medium diacritics: μετοικιστής Low diacritics: μετοικιστής Capitals: ΜΕΤΟΙΚΙΣΤΗΣ
Transliteration A: metoikistḗs Transliteration B: metoikistēs Transliteration C: metoikistis Beta Code: metoikisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ, emigrant, Id.Comp.Thes.Rom.4.

German (Pape)

[Seite 161] ὁ, der in andere Wohnsitze Führende, Übersiedelnde, eine Stadt durch Ansiedler Bevölkernde, Plut. Compar. Thes. 5.

French (Bailly abrégé)

οῦ (ὁ) :
qui peuple une cité d'étrangers.
Étymologie: μετοικίζω.

Russian (Dvoretsky)

μετοικιστής: οῦ ὁ заселяющий переселенцами (οἰκισταὶ πόλεων - οὐ μετοικισταί Plut.).

Greek (Liddell-Scott)

μετοικιστής: -οῦ, ὁ, ὁ μετοικιζόμενος, μετανάστης, Πλουτ. Θησ. καὶ Ρωμ. Σύγκ. 4.

Greek Monolingual

μετοικιστής, ὁ (Α) μετοικίζω
αυτός που οδηγεί κατοίκους σε έναν τόπο με σκοπό να ιδρύσουν πόλη.

Greek Monotonic

μετοικιστής: -οῦ, ὁ (μετοικίζω), μετανάστης, σε Πλούτ.

Middle Liddell

μετοικιστής, οῦ, ὁ, μετοικίζω
an emigrant, Plut.