λιγγούριον
From LSJ
English (LSJ)
v. λυγκούριον.
German (Pape)
[Seite 43] τό, = λυγκούριον.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
ambre fossile.
Étymologie: λύγξ¹, οὐρέω¹.
Greek (Liddell-Scott)
λιγγούριον: ἴδε ἐν λέξ. λυγκούριον.
Greek Monolingual
λιγγούριον, τὸ (Α)
βλ. λυγγούριον.