συναβολέω
From LSJ
Κύριε, σῶσον τὸν δοῦλον σου κτλ. → Lord, save your slave ... (mosaic inscription from 4th cent. church in the Negev)
English (LSJ)
aor. συνηβόλησα, meet, ἀλλήλοις Babr.61.3.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se rencontrer avec.
Étymologie: σύν, ἀβολέω.
Russian (Dvoretsky)
συνᾰβολέω: встречаться (τινι Babr.).