φιλόλυπος

From LSJ
Revision as of 15:05, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Ἰσχυρότερον δέ γ' οὐδέν ἐστι τοῦ λόγου → Oratione nulla vis superior → Nichts ist gewiss gewaltiger als die Vernunft | Nichts ist gewiss gewalt'ger als der Rede Kraft

Menander, Monostichoi, 258
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῐλόλῡπος Medium diacritics: φιλόλυπος Low diacritics: φιλόλυπος Capitals: ΦΙΛΟΛΥΠΟΣ
Transliteration A: philólypos Transliteration B: philolypos Transliteration C: filolypos Beta Code: filo/lupos

English (LSJ)

ον, fond of pain, Plu.2.600c.

German (Pape)

[Seite 1282] die Trauer liebend, gern trauernd, Plut. de exil. 4.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui aime la tristesse.
Étymologie: φίλος, λύπη.

Russian (Dvoretsky)

φιλόλῡπος: склонный к печали Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φῐλόλῡπος: -ον, ὁ ἀγαπῶν νὰ λυπῆται, Πλούτ. 2. 600C· τὸ φιλόλυπον καὶ φιλόθρηνον ὡς ἀγενὲς παραιτούμενοι Βασίλ. τ. 1, σ. 361Α, κλπ.

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που καταλαμβάνεται συχνά από το αίσθημα της λύπης
2. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόλυπον
τάση για λύπη, μελαγχολική διάθεση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -λυπος (< λύπη), πρβλ. παυσί-λυπος].