φθειροτραγέω
ἄπαγ' ἐς μακαρίαν ἐκποδών → get lost, buzz off, on yer bike, bug off, bugger off, clear out, clear off, take a hike, beat it, scram, get out of here, get outta here
English (LSJ)
eat lice, or perhaps eat pine seeds (φθείρ III), Hdt.4.109.
German (Pape)
[Seite 1270] Fichtenzapfen essen, Her. 4, 109, wo Andere aber vielleicht richtiger erkl. Läuse essen.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
manger des poux.
Étymologie: φθείρ, τρώγω.
Russian (Dvoretsky)
φθειροτρᾰγέω: поедать шишки, питаться шишками Her.
Greek (Liddell-Scott)
φθειροτρᾰγέω: (φθεὶρ ΙΙΙ, τρώγω), τρώγω κώνους πίτυος (κατὰ τὸν Rittei), Ἡρόδ. 4. 190· ἄλλοι ἑρμηνεύουσι διὰ τοῦ τρώγω φθεῖρας, ἴδε Βähr ἐν τόπῳ καὶ πρβλ. 4. 168· ― ἕτερος τύπος φθειροτρωκτέω, ἀπαντᾷ παρ’ Ἀρρ. ἐν Περίπλ. Εὐξείν. σ. 18 Huds. ― ὁ Στράβ. 499 (πρβλ. 492) μνημονεύει ἔθνος φθειροφάγων, κληθέντων οὕτως ἀπὸ τοῦ αὐχμοῦ καὶ τοῦ πίνους, πρβλ. Πλίν. 6. 4.
Greek Monotonic
φθειροτρᾰγέω: (φθεὶρ 3, τρώγω), τρώω κουκουνάρια, σε Ηρόδ.