φορολόγος

From LSJ
Revision as of 15:08, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φορολόγος Medium diacritics: φορολόγος Low diacritics: φορολόγος Capitals: ΦΟΡΟΛΟΓΟΣ
Transliteration A: phorológos Transliteration B: phorologos Transliteration C: forologos Beta Code: foro/logos

English (LSJ)

(parox.), ὁ, tax-gatherer, PPetr.3p.304 (iii B. C.), PSI4.362.8 (iii B. C.), LXX Jb.3.18, al., Plu.Pyrrh.23, Cat.Cod.Astr.2.164, Paul.Al.N.1; φ. τεττάρων πόλεων Str.14.1.41.

German (Pape)

[Seite 1300] Abgaben, Zölle, Steuern einsammelnd, einnehmend, Sp., wie Plut. Cim. 19.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
percepteur des impositions.
Étymologie: φόρος, λέγω².

Russian (Dvoretsky)

φορολόγος:сборщик податей Plut.

Greek (Liddell-Scott)

φορολόγος: -ον, ὁ εἰσπράττων δημοσίους φόρους, εἰσπράκτωρ, Ἑβδ. (Ἰὼβ Γ΄, 18, κ. ἀλλ.), Πλουτ. Πύρρ. 23.

Greek Monolingual

ὁ, Α
αυτός που εισπράττει τους φόρους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φόρος + -λόγος].

Greek Monotonic

φορολόγος: -ον (λέγω), αυτός που εισπράττει φόρους, σε Πλούτ.

Middle Liddell

φορο-λόγος, ον, λέγω
levying tribute, Plut.