ἀκέστρα
From LSJ
Θεὸν ἐπιορκῶν μὴ δόκει λεληθέναι → Deum latere ne putes, quod peieras → Nie, glaub's nur, bleibt vor Gott ein Meineid unbemerkt
English (LSJ)
ἡ, darning-needle, Luc. DMort. 4.1, PLips. 28.6.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ aguja de zurcir ἀ. ὑπὲρ τοῦ ἱστίου Luc.DMort.4.1.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
aiguille à ravauder.
Étymologie: ἀκέομαι.
Greek (Liddell-Scott)
ἀκέστρα: ἡ, μεγάλη βελόνη, «βελόνα», «σακκοράφα», «βελόν ἡ μείζων, ἣν νῦν σακκορ[ρ]άφιον καλοῦσιν», Ἐτυμ. Μ., καὶ ἀκέστραν ὑπὲρ τοῦ ἱστίου, Λουκ. Νεκρ. Δ. 4.1.
Greek Monotonic
ἀκέστρα: ἡ (ἀκέομαι), βελόνα μονταρίσματος, καρικώματος, σε Λουκ.