χωλότης
From LSJ
English (LSJ)
ητος, ἡ, lameness, σκέλους Plu.2.963c, Jul.Or.6.201b: pl., Plu.2.35c: metaph., lameness or deformity, of metres, Ath.14.632e. -όω, maim, Did. ad D.11.22.
German (Pape)
[Seite 1386] ητος, ἡ, der Zustand des Gelähmten, die Lähmung, das Hinken, Plut. Poplic. 16; vom Versmaaß Ath. 632 e.
French (Bailly abrégé)
χωλότητος (ὁ) :
claudication.
Étymologie: χωλός.
Greek (Liddell-Scott)
χωλότης: -ητος, ἡ, οὐσ. ἀφῃρημ. τοῦ χωλός, τὸ πάθος τοῦ χωλοῦ, «κούτσα», σκέλους Πλούτ. 2. 963C· ἐν τῷ πληθ., αὐτόθι 35C· μεταφορ., ἐπὶ μέτρων, Ἀθήν. 632Ε.
Russian (Dvoretsky)
χωλότης: ητος ἡ Plut. = χωλεία.