ἀθείαστος
From LSJ
Τῶν εὐτυχούντων πάντες εἰσὶ συγγενεῖς → Felicium se quisque cognatum vocat → Ein jeder wähnt sich mit den Glücklichen verwandt
English (LSJ)
ον, uninspired, οὐκ ἀ. Plu.Cor.33.
Spanish (DGE)
-ον
no inspirado ἐπίνοια οὐκ ἀ. Plu.Cor.33, μαντεία Plu.2.417a.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non inspiré par la divinité.
Étymologie: ἀ, θειάζω.
Greek Monotonic
ἀθείαστος: -ον (θειάζω), αυτός που δεν έχει έμπνευση από τον θεό, σε Πλούτ.
German (Pape)
nicht von Gott eingegeben, ἐπίνοια Plut. Cor. 33.
Russian (Dvoretsky)
ἀθείαστος: не внушенный богами (μαντείαι Plut.): κατ᾽ ἐπίνοιαν οὐκ ἀθείαστον Plut. по божественному наитию.
Middle Liddell
θειάζω
uninspired, Plut.