ἄμπνευμα

From LSJ
Revision as of 15:45, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Ούτως είη ημίν ο Θεός βοηθός και το Ιερόν Αυτού Ευαγγέλιον → So help us God and His holy Gospel

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἄμπνευμα Medium diacritics: ἄμπνευμα Low diacritics: άμπνευμα Capitals: ΑΜΠΝΕΥΜΑ
Transliteration A: ámpneuma Transliteration B: ampneuma Transliteration C: ampnevma Beta Code: a)/mpneuma

English (LSJ)

ἀμπν-οά, poet. for ἀνάπνευμα, ἀναπνοή.

Spanish (DGE)

-ματος, τό lugar de respiro Pi.N.1.1.

French (Bailly abrégé)

ατος (τό) :
lieu de repos.
Étymologie: ἀναπνέω.

Greek (Liddell-Scott)

ἄμπνευμα: ἀμπνοά, ποιητ. ἀντὶ τοῦ ἀνάπνευμα, ἀναπνοή.

English (Slater)

ἄμπνευμα breathing-place ἄμπνευμα σεμνὸν Ἀλφεοῦ, κλεινᾶν Συρακοσσᾶν θάλος Ὀρτυγία v. Ἀλφεός (N. 1.1)

Greek Monotonic

ἄμπνευμα: ἀμ-πνοά, ποιητ. αντί ἀνάπνευμα, ἀναπνοή.

German (Pape)

p. für ἀνάπνευμα.