ἄκτιτος
ἅτε γὰρ ἐννάλιον πόνον ἐχοίσας βαθύν σκευᾶς ἑτέρας, ἀβάπτιστος εἶμι φελλὸς ὣς ὑπὲρ ἕρκος ἅλμας → for just as when the rest of the tackle labors in the depths of the sea, like a cork I shall go undipped over the surface of the brine | as when the other part of the tackle is laboring deep in the sea, I go unsoaked like a cork above the surface of the sea
English (LSJ)
ον, poet. for ἄκτιστος, untilled, h.Ven.123.
Spanish (DGE)
(ἄκτῐτος) -ον
no cultivado, virgen o quizá no repartido en κτοῖναι: (γῆν) ἄκληρόν τε καὶ ἄκτιτον h.Ven.123.
• Diccionario Micénico: a-ki-ti-to.
German (Pape)
[Seite 86] für ἄκτιστος, γῆ, unbebaut, H. h. Ven. 123.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
non cultivé.
Étymologie: ἀ, *κτίω.
Russian (Dvoretsky)
ἄκτιτος: необработанный (γῆ HH).
Greek (Liddell-Scott)
ἄκτῐτος: -ον, ποιητ. ἀντὶ ἄκτιστος, ἀκαλλιέργητος, Ὕμ. Ὁμ. εἰς Ἀφρ. 123.
Greek Monolingual
ἄκτιτος, -ον (Α)
(για τη γή) ακαλλιέργητος (στα Μυκηναϊκά α-ki-ti-to).
[ΕΤΥΜΟΛ. Ποιητικός τύπος της λέξης ἄκτιστος].
Greek Monotonic
ἄκτῐτος: -ον (κτίζω), ακαλλιέργητος, σε Ομηρ. Ύμν.