ὀνοφορβός
From LSJ
Οὐδὲν γυναικὸς χεῖρον οὐδὲ τῆς καλῆς → Nil muliere peius est, pulchra quoque → Das Schlimmste ist, selbst wenn sie schön ist, eine Frau
English (LSJ)
ὁ, (φέρβω) ass-keeper, Hdt.6.68,69.
German (Pape)
[Seite 350] Esel weidend, ὁ, der Eselhüter, Her. 6, 68. 69.
French (Bailly abrégé)
ός, όν :
]qui fait paître les ânes.
Étymologie: ὄνος, φέρβω.
Russian (Dvoretsky)
ὀνοφορβός: ὁ пастух ослов, ослятник Her.
Greek (Liddell-Scott)
ὀνοφορβός: -όν, (φέρβω) ὁ τρέφων ὄνους, Ἡρόδ. 6. 68, 69.
Greek Monolingual
ὀνοφορβός, ὁ (Α)
αυτός που εκτρέφει όνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὄνος + -φορβός (< φορβός < φέρβω «τρέφω»), πρβλ. ιππο-φορβός].
Greek Monotonic
ὀνοφορβός: -όν (φέρβω), αυτός που τρέφει, που συντηρεί γαϊδάρους, σε Ηρόδ.