ὑψίπυργος
Δυσαμένη δὲ κάρηνα βαθυκνήμιδος ἐρίπνης / Δελφικὸν ἄντρον ἔναιε φόβῳ λυσσώδεος Ἰνοῦς (Nonnus, Dionysiaca 9.273f.) → Having descended from the top of a deep-greaved cliff, she dwelt in a cave in Delphi, because of her fear of raving/raging Ino.
English (LSJ)
ον, high-towered, Simon.112, A.Eu.688, S. Tr.354, E.Tr.376, etc.: metaph., ὑ. ἐλπίδες towering hopes, A.Supp. 97 (lyr.).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
]aux hautes tours.
Étymologie: ὕψι, πύργος.
German (Pape)
mit hohen Türmen; Κόρινθος Simonds. 85 (XIII.26); Οἰχαλία Soph. Trach. 353; πατρίς Eur. Tr. 376; πόλις Aesch. Eum. 658; hoch wie ein Turm, ἐλπίδες Suppl. 90.
Russian (Dvoretsky)
ὑψίπυργος:
1 высокобашенный (πόλις Aesch.; Οἰχαλία Soph.);
2 высящийся словно башня, т. е. горделивый (ἐλπίδες Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ὑψίπυργος: -ον, ὁ ὑψηλοὺς ἔχων πύργους, Σιμωνίδ. 117, Αἰσχύλ. Εὐμ. 688· ὑψίπυργον Οἰχαλίαν Σοφ. Τραχ. 354, κλπ.· μεταφορ., ἰάπτει δ’ ἐλπίδων ἀφ’ ὑψιπύργων πανώλεις βροτούς, καταρρίπτει δὲ ἐκ τῶν ὑψηλῶν αὑτῶν ἐλπίδων εἰς τελείαν καταστροφὴν τοὺς πονηροὺς βρωτούς, Αἰσχύλ. Ἱκ. 96.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που έχει ψηλούς πύργους
2. μτφ. ψηλός σαν πύργος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὕψι «ψηλά» + -πυργος (< πύργος), πρβλ. καλλί-πυργος].
Greek Monotonic
ὑψίπυργος: -ον, αυτός που έχει ψηλούς πύργους, σε Αισχύλ., Σοφ.