γλισχρότης

From LSJ
Revision as of 17:50, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

ἕτερος ἐξ ἑτέρου σοφός τό τε πάλαι τό τε νῦν → one gets his skill from another, now as in days of old

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: γλισχρότης Medium diacritics: γλισχρότης Low diacritics: γλισχρότης Capitals: ΓΛΙΣΧΡΟΤΗΣ
Transliteration A: glischrótēs Transliteration B: glischrotēs Transliteration C: glischrotis Beta Code: glisxro/ths

English (LSJ)

ητος, ἡ, A stickiness, Arist.HA517b28, Thphr.CP1.6.4, etc.; slipperiness, Plb.26.1.14, Luc.Anach.29. II metaph., parsimony, stinginess, opp. τρυφή, Arist.Pol.1326b38; meanness, Plu. Them.5, 2.125e. 2 γλισχρότης ὀνομάτων the 'birdlime' of verbiage (as clogging the intelligence), Ph.1.146.

Spanish (DGE)

-ητος, ἡ
1 viscosidad, substancia viscosa u oleaginosa ἔνεστι δ' ἐν τοῖς δέρμασι πᾶσι γ. μυξώδης Arist.HA 517b28, γ. χυμῶν Gal.9.745, ref. a un ungüento, Plb.26.1.14, Luc.Anach.29, Gal.17(2).46, Thphr.CP 1.6.4.
2 fig. tacañería, avaricia, mezquindad op. τρυφή Arist.Pol.1326b38, μικρολογία καὶ γ. Plu.2.125e, Them.5
meticulosidad ὀνομάτων Ph.1.146.

French (Bailly abrégé)

ητος (ἡ) :
subtilité, esprit de chicane.
Étymologie: γλίσχρος.

Greek (Liddell-Scott)

γλισχρότης: -ητος, ἡ, ἰδιότης τοῦ γλίσχρου· ἡ κολλητικότης, Ἀριστ. Ἱστ. Ζ. 3. 11, 2, κτλ. ΙΙ. μεταφ., φειδωλία, μικρολογία, μικροπρέπεια, ὁ αὐτ. Πολ. 7. 5, 2. 2) ἐπὶ φιλονικιῶν ἢ συζητήσεων, μηδαμινότης, ἀθλιότης, Πλούτ. 2. 125Ε· πρβλ. τὸ προηγ.

German (Pape)

ητος, ἡ, Zähigkeit, Klebrigkeit, μυξώδης Arist. H.A. 3.11; Plut.; übertragen,
a Kargheit, Geiz, Arist. Pol. 7.5, Gegensatz τρυφή.
b Kleinlichkeitskrämerei, καὶ μικρολογία Plut. Them. 5.

Russian (Dvoretsky)

γλισχρότης: ητος ἡ
1 тягучесть, густота (τοῦ ἐλαίου Arst.);
2 вязкость, клейкость (μυξώδης Arst.);
3 скупость, скаредность Arst.;
4 мелочность, придирчивость (γ. καὶ μικρολογία Plut.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

γλισχρότης -ητος, ἡ γλίσχρος kleverigheid; overdr. gierigheid, krenterigheid.