κρασπεδόω
From LSJ
Ὁ δὲ μὴ δυνάμενος κοινωνεῖν ἢ μηδὲν δεόμενος δι' αὐτάρκειαν οὐθὲν μέρος πόλεως, ὥστε ἢ θηρίον ἢ θεός → Whoever is incapable of associating, or has no need to because of self-sufficiency, is no part of a state; so he is either a beast or a god
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
garnir d'une frange, d'une bordure.
Étymologie: κράσπεδον.
Russian (Dvoretsky)
κρασπεδόω: окаймлять, обвивать (κεκρασπεδῶσθαι ὄφεσιν Eur.).
German (Pape)
mit einem Rande einfassen, umsäumen, ὄφεσι κεκρασπεδῶσθαι Eur. Ion 1423.