ταινιόω
ὁ Σιμωνίδης τὴν μὲν ζωγραφίαν ποίησιν σιωπῶσαν προσαγορεύει, τὴν δὲ ποίησιν ζωγραφίαν λαλοῦσαν → Simonides relates that a picture is a silent poem, and a poem a speaking picture | Simonides, however, calls painting inarticulate poetry and poetry articulate painting
English (LSJ)
bind with a headband, esp. as a conqueror, Th.4.121, X. HG5.1.3:—Pass., to be crowned, Ar.Ra.395, D.S.17.101: metaph., D.C.39.25; ὀμφαλὸς τεταινιωμένος Str.9.3.6:—Med., wear a headband, Ar.Ec.1032.
German (Pape)
[Seite 1063] mit einem Bande, einer Binde binden, bes. mit einer Kopfbinde schmücken; Ar. Ran. 393, im me, l., ταινιώσασθαι, Eccl. 1032; Thuc. 4, 121; Xen. Hell. 5, l, 3, neben στεφανόω, u. öfter.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ceindre de bandelettes, orner de rubans.
Étymologie: ταινία.
Russian (Dvoretsky)
ταινιόω: украшать лентой, венчать головной повязкой (τινα Thuc., Xen.): ταινιοῦσθαι Arph. быть украшаемым лентами или надевать на себя ленты.
Greek (Liddell-Scott)
ταινιόω: δένω διὰ ταινίας ἢ περιδένω, περιστέφω τὴν κεφαλήν τινος, μάλιστα νικητοῦ, Θουκ. 4. 121, Ξεν. Ἑλλ. 5. 1, 3· ἐν τῷ παθ., στέφομαι, στεφανοῦμαι, Ἀριστοφ. Βάτρ. 393, Διόδ. 17. 101. - Μέσ., φέρω ταινίαν περὶ τὴν κεφαλήν, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 1032.
Greek Monotonic
ταινιόω: μέλ. ταινιώσω (ταινία), δένω με κεφαλόδεσμο, όπως του νικητή, σε Θουκ., Ξεν. — Παθ., στέφομαι, στεφανώνομαι, σε Αριστοφ.
Middle Liddell
ταινιόω, fut. -ώσω ταινία
to bind with a head-band, as a conqueror, Thuc., Xen.: Pass. to be crowned, Ar.