πρόλεσχος
Γυναικὶ μὴ πίστευε τὸν σαυτοῦ βίον → Cave salutem feminae credas tuam → Vertraue keiner Frau je an dein Lebensgut
English (LSJ)
ον, forward in talk, eager to begin, A.Supp.200.
German (Pape)
[Seite 732] voreilig od. vorwitzig im Reden, Gegensatz ἐφολκος ἐν λόγῳ, Aesch. Suppl. 197.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
prompt à parler, qui parle avant les autres.
Étymologie: πρό, λέσχη.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πρόλεσχος -ον [πρό, λέσχη] voorbarig sprekend, flapuit.
Russian (Dvoretsky)
πρόλεσχος: слишком бойкий на язык, словоохотливый (μὴ π. μηδ᾽ ἐφολκὸς ἐν λόγῳ Aesch.).
Greek Monolingual
-ον, Α
(ποιητ. τ.) ο έτοιμος για φλυαρία, ο πρόθυμος για κουβέντα («καὶ μὴ πρόλεσχος μηδ' ἐφολκὸς ἐν λόγῳ γένῃ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -λεσχος (< λέσχη «λόγος, φλυαρία»), πρβλ. ἔλ-λεσχος].
Greek (Liddell-Scott)
πρόλεσχος: -ον, ὁ πρόθυμος εἰς ἀδολεσχίαν, πρόθυμος νὰ ἀρχίσῃ ὁμιλίαν, καὶ μὴ πρόλεσχος μηδ’ ἐφολκὸς ἐν λόγῳ γένῃ, «μήτε προτέρα κατάρχου τοῦ λόγου μήτε ἀμειβομένη μακρολόγει» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 200.