πρόλεσχος

From LSJ

Ἱστοὶ γυναικῶν ἔργα κοὐκ ἐκκλησίαι → Muliebre telae sunt opus, non contio → Der Webstuhl ist der Frau Geschäft, nicht Politik

Menander, Monostichoi, 260
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πρόλεσχος Medium diacritics: πρόλεσχος Low diacritics: πρόλεσχος Capitals: ΠΡΟΛΕΣΧΟΣ
Transliteration A: próleschos Transliteration B: proleschos Transliteration C: proleschos Beta Code: pro/lesxos

English (LSJ)

πρόλεσχον, forward in talk, eager to begin, A.Supp.200.

German (Pape)

[Seite 732] voreilig od. vorwitzig im Reden, Gegensatz ἐφολκος ἐν λόγῳ, Aesch. Suppl. 197.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
prompt à parler, qui parle avant les autres.
Étymologie: πρό, λέσχη.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

πρόλεσχος -ον [πρό, λέσχη] voorbarig sprekend, flapuit.

Russian (Dvoretsky)

πρόλεσχος: слишком бойкий на язык, словоохотливый (μὴ π. μηδ᾽ ἐφολκὸς ἐν λόγῳ Aesch.).

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) ο έτοιμος για φλυαρία, ο πρόθυμος για κουβέντα («καὶ μὴ πρόλεσχος μηδ' ἐφολκὸς ἐν λόγῳ γένῃ», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ- + -λεσχος (< λέσχη «λόγος, φλυαρία»), πρβλ. ἔλλεσχος].

Greek (Liddell-Scott)

πρόλεσχος: -ον, ὁ πρόθυμος εἰς ἀδολεσχίαν, πρόθυμος νὰ ἀρχίσῃ ὁμιλίαν, καὶ μὴ πρόλεσχος μηδ’ ἐφολκὸς ἐν λόγῳ γένῃ, «μήτε προτέρα κατάρχου τοῦ λόγου μήτε ἀμειβομένη μακρολόγει» (Σχόλ.), Αἰσχύλ. Ἱκέτ. 200.

English (Woodhouse)

forward, pushing

⇢ Look up on Google | Wiktionary | LSJ full text search (Translation based on the reversal of Woodhouse's English to Ancient Greek dictionary)