ἐπιγηθέω

Revision as of 19:15, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

English (LSJ)

rejoice, triumph over, ὡς μήτε θεὸς μήτε τις ἄλλος τοῖσδ' ἐπεγήθει A.Pr.157; exult in, γάμῳ ἐπιγηθήσαντες Opp.H.1.570:— also in form ἐπιγενν-γήθω, τοῖς γινομένοις Simp.in Epict.p.88D.

German (Pape)

[Seite 932] (s. γηθέω), sich darüber freuen; τινί, Aesch. Prom. 156; γάμῳ δ' ἐπιγηθήσαντες Opp. H. 1, 570; a. sp. D.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se réjouir de, τινι.
Étymologie: ἐπί, γηθέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιγηθέω: ликовать, радоваться (τινι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγηθέω: γηθέω, χαίρω ἐπί τινι, ἐπιχαίρω, ὡς μήτε θεὸς μήτε τις ἄλλος τοῖσδ’ ἐπεγήθει Αἰσχύλ. Πρ. 157 (ἐνθα ὁ Elmsl. διώρθωσεν ἐγεγήθει, ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι τὸ γέγηθα ἔχει ἀείποτε σημασίαν ἐνεστ. παρ’ Ἀττ.): -γαυριῶ, χαίρω διά τι, εὐφραίνομαι, γάμῳ ἐπιγηθήσαντες Ὀππ. Ἁλ. 1. 170.

Greek Monotonic

ἐπιγηθέω: μέλ. -ήσω, χαίρομαι, αναγαλλιάζω ή πανηγυρίζω, τινί, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to rejoice or triumph over, τινί Aesch.