ἐπιγηθέω

From LSJ

ποταμῷ γὰρ οὐκ ἔστιν ἐμβῆναι δὶς τῷ αὐτῷ → it is impossible to step twice in the same river, you cannot step twice into the same rivers

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιγηθέω Medium diacritics: ἐπιγηθέω Low diacritics: επιγηθέω Capitals: ΕΠΙΓΗΘΕΩ
Transliteration A: epigēthéō Transliteration B: epigētheō Transliteration C: epigitheo Beta Code: e)pighqe/w

English (LSJ)

rejoice, triumph over, ὡς μήτε θεὸς μήτε τις ἄλλος τοῖσδ' ἐπεγήθει A.Pr.157; exult in, γάμῳ ἐπιγηθήσαντες Opp.H.1.570:—also in form ἐπιγενν-γήθω, τοῖς γινομένοις Simp.in Epict.p.88D.

German (Pape)

[Seite 932] (s. γηθέω), sich darüber freuen; τινί, Aesch. Prom. 156; γάμῳ δ' ἐπιγηθήσαντες Opp. H. 1, 570; a. sp. D.

French (Bailly abrégé)

ἐπιγηθῶ :
se réjouir de, τινι.
Étymologie: ἐπί, γηθέω.

Russian (Dvoretsky)

ἐπιγηθέω: ликовать, радоваться (τινι Aesch.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγηθέω: γηθέω, χαίρω ἐπί τινι, ἐπιχαίρω, ὡς μήτε θεὸς μήτε τις ἄλλος τοῖσδ’ ἐπεγήθει Αἰσχύλ. Πρ. 157 (ἐνθα ὁ Elmsl. διώρθωσεν ἐγεγήθει, ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι τὸ γέγηθα ἔχει ἀείποτε σημασίαν ἐνεστ. παρ’ Ἀττ.): -γαυριῶ, χαίρω διά τι, εὐφραίνομαι, γάμῳ ἐπιγηθήσαντες Ὀππ. Ἁλ. 1. 170.

Greek Monotonic

ἐπιγηθέω: μέλ. -ήσω, χαίρομαι, αναγαλλιάζω ή πανηγυρίζω, τινί, σε Αισχύλ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to rejoice or triumph over, τινί Aesch.