ὀστοφυής

From LSJ
Revision as of 19:20, 8 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?:<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")

Ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → If we have money, then we will have friends → Habebo amicos, si habuero pecuniam → An Freunden wird's nicht fehlen, wenn's an Geld nicht fehlt

Menander, Monostichoi, 165
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀστοφῠής Medium diacritics: ὀστοφυής Low diacritics: οστοφυής Capitals: ΟΣΤΟΦΥΗΣ
Transliteration A: ostophyḗs Transliteration B: ostophyēs Transliteration C: ostofyis Beta Code: o)stofuh/s

English (LSJ)

ές, of a bony nature or substance, Batr.296.

German (Pape)

[Seite 400] ές, von knöcherner Natur, Beschaffenheit; Batrach. 298; Schol. Ar. Lys. 963.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
de la nature des os, osseux.
Étymologie: ὀστέον, φύω.

Russian (Dvoretsky)

ὀστοφυής: костистый, костлявый (καρκίνοι Batr.).

Greek (Liddell-Scott)

ὀστοφυής: -ές, ὁ ἔχων φύσιν ἢ οὐσίαν ὀστεώδη, Βατραχομυομ. 297.

Greek Monolingual

ὀστοφυής, -ές (Α)
(σχετικά με ζώο) αυτός που έχει οστεώδη φύση ή ουσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -φυής (< φύω, φύομαι), πρβλ. χονδρο-φυής].

Greek Monotonic

ὀστοφυής: -ές (φυή), αυτός που έχει φύση ή ουσία οστεώδη, σε Βατραχομ.

Middle Liddell

ὀστο-φυής, ές [φυη]
of bony nature or substance, Batr.