τραχήλιον
From LSJ
Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)
English (LSJ)
τό, Dim. of τράχηλος, butt-end of a spear, EM732.1, Harp. s.v. στύραξ.
French (Bailly abrégé)
ου (τό) :
viande du cou, viande de rebut, basse viande.
Étymologie: τράχηλος.
Greek (Liddell-Scott)
τρᾰχήλιον: τό, ὑποκορ. τοῦ τράχηλος, τὸ κάτω τοῦ δόρατος, σαυρωτήρ, στύραξ, Ἐτυμ. Μέγα 732, 1, ἐν λ. στύραξ.
Greek Monolingual
τὸ, Α τράχηλος
(ως υποκορ. του τράχηλος)
1. το κάτω τμήμα ενός δόρατος, ο στύραξ
2. στον πληθ. βλ. τραχήλια.