πλατύρρους
From LSJ
Γελᾷ δ' ὁ μῶρος, κἄν τι μὴ γελοῖον ᾖ → Mens stulta ridet, quando ridendum est nihil → Es lacht der Tor, auch wenn es nichts zu lachen gibt
English (LSJ)
-ουν, contr. for πλατύρροος.
French (Bailly abrégé)
ους, ουν :
contr. att.
au large courant.
Étymologie: πλατύς, ῥέω.
Greek Monolingual
-ουν και -οος, -οον, Α
(ποιητ. τ.) (για ποταμούς) αυτός που έχει πλατύ ρεύμα («ὅς καρπώσεται ὅσην πλατύρρους Νεῖλος ἀρδεύει χθόνα», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλατύ- + ῥόος, ῥοῦς (< ῥέω)].
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
πλατύρρους -ουν, contr. [πλατύς, ῥοῦς] met brede stroom.