ἀποκεκαλυμμένως
From LSJ
καὶ ποιήσας φραγέλλιον ἐκ σχοινίων πάντας ἐξέβαλεν ἐκ τοῦ ἱεροῦ, τά τε πρόβατα καὶ τοὺς βόας → And having made a whip out of cords he drove all from the temple sheep and cattle
English (LSJ)
Adv. openly, Isoc.8.62, D.H.Rh.8.3, Lib.Or. 1.37, al.
Spanish (DGE)
adv. sobre el part. perf. de ἀποκαλύπτω abiertamente Isoc.8.62, D.H.Rh.8.3, Phld.Sto.p.63, Lib.Or.1.37.
German (Pape)
[Seite 306] unverhohlen, Isocr. 8, 62.
French (Bailly abrégé)
adv.
à découvert.
Étymologie: part. pf. Pass. de ἀποκαλύπτω.
Greek (Liddell-Scott)
ἀποκεκᾰλυμμένως: ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., φανερῶς, Ἰσοκρ. 171Ε, Διον. Ἁλ. περὶ Ρητ. 8. 3.
Russian (Dvoretsky)
ἀποκεκᾰλυμμένως: открыто, откровенно (λέγειν Isocr.).