ἀποικτίζομαι

From LSJ
Revision as of 11:25, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2.<br")

Λύπης ἰατρός ἐστιν ἀνθρώποις λόγος → Maeroris unica medicina oratio → für Menschen ist der Trauer Arzt allein das Wort

Menander, Monostichoi, 326
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀποικτίζομαι Medium diacritics: ἀποικτίζομαι Low diacritics: αποικτίζομαι Capitals: ΑΠΟΙΚΤΙΖΟΜΑΙ
Transliteration A: apoiktízomai Transliteration B: apoiktizomai Transliteration C: apoiktizomai Beta Code: a)poikti/zomai

English (LSJ)

complain loudly of a thing, πρὸς πατέρα ἀποικτίζετο τῶν . . ἤντησε (sc. ταῦτα ὧν ἤντησε) Hdt.1.114.

Spanish (DGE)

quejarse de c. gen. πρὸς τὸν πατέρα ἀποικτίζετο τῶν ... ἤντησε Hdt.1.114, c. ac. ἀπῳκτίζετο ... τὸν ... τῆς πόλεως ἐμπρησμόν Memn.39.2.

German (Pape)

[Seite 304] sich beklagen, Her. 1, 114.

French (Bailly abrégé)

impf. 3ᵉ sg. ion. ἀποικτίζετο;
déplorer.
Étymologie: ἀπό, οἰκτίζομαι.

Russian (Dvoretsky)

ἀποικτίζομαι: горько жаловаться (τι πρός τινα Her.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀποικτίζομαι: ἀποθ. παραπονοῦμαι μεγαλοφώνως περί τινος, πρὸς τὸν πατέρα ἀποικτίζετο, τῶν... ἤντησε (δηλ. ταῦτα ὧν ἤντησε) Ἡρόδ. 1. 114.

Greek Monolingual

ἀποικτίζομαι (Α)
διαμαρτύρομαι έντονα.

Greek Monotonic

ἀποικτίζομαι: Αττ. μέλ. -ιοῦμαι, αποθ., παραπονούμαι μεγαλοφώνως για κάτι, με αιτ., σε Ηρόδ.

Middle Liddell


Dep. to complain loudly of a thing, c. acc., Hdt.