γαλόως

From LSJ
Revision as of 11:35, 9 January 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)btext=(.*?<br \/>)([\w\s'-]+), ([\w\s'-]+)\.<br" to "btext=$1$2, $3.<br")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

κακῶν ἀπέστω θάνατος, ὡς ἴδῃ κακά → of all evils let only death be absent, so he may see evils

Source

German (Pape)

[Seite 472] όω, ἡ, att. γάλως, ω, Mannsschwester, Schwägerin, Latein. glos, Apollon. Lex. Homer. p. 53, 31 γάλως ἀνδρὸς ἀδελφή, vgl. Scholl. Iliad. 3, 122. 22, 473; γαλόῳ dativ. sing. Iliad. 3, 122, γαλόῳ nomin. plur. 22, 473, γαλόων genit. plur. 6, 378. 383. 24, 769; – γάλον steht Phot. cod. 279.

French (Bailly abrégé)

(ἡ) :
att. γάλως;
belle-sœur, sœur du mari.
Étymologie: cf. lat. glos ; le α introduit en grec par vocalisation du *l°.

Russian (Dvoretsky)

γᾰλόως: γαλόω ἡ (dat. sing. и nom. pl. γᾰλόῳ) золовка, сестра мужа Hom.

Greek (Liddell-Scott)

γαλόως: ἡ, γεν. γαλόω, δοτ. καὶ ὀνομ. πληθ. γαλόῳ, Ἰλ. Γ. 122., Χ. 473 · Ἀττ. γάλως, γεν. γάλω·― ἀνδραδέλφη ἢ γυνὴ τοῦ αδελφοῦ Λατ. glos (πρβλ. Κούρτ. 124), Ἰλ., κτλ. Τό ἀνάλογον ἀρσ. εἶναι δαήρ· πρβλ. ὡσαύτως ἀέλιοι.

English (Autenrieth)

dat. sing. and nom. pl. γαλόῳ: husband's sister. Il.

Spanish (DGE)

v. γάλως.

Greek Monotonic

γαλόως: [ᾰ], ἡ, γεν. γαλόω, δοτ. και ονομ. πληθ. γαλόῳ, σε Αττ. γάλως, γεν. γάλω, αδερφή του συζύγου ή γυναίκα του αδερφού, «κουνιάδα» ή «νύφη», Λατ. glos, σε Ομήρ. Ιλ. κ.λπ. (αμφίβ. προέλ.).