ἴλλοψ
From LSJ
ἀγεωμέτρητος μηδεὶς εἰσίτω → no one ignorant of geometry may enter, let no one ignorant of geometry enter, let no one ignorant of geometry come in
English (LSJ)
οπος, ὁ, ἡ, coined as etym. of ἔλλοψ, Ath.7.308b,c, cf. Plu.2.728e.
French (Bailly abrégé)
οπος;
adj. m.
muet.
Étymologie: mot imaginé pour expliquer ἔλλοψ.
Greek (Liddell-Scott)
ἴλλοψ: -οπος, ὁ, ἡ, λέξις ἐπινοηθεῖσα πρὸς ἐξήγησιν τοῦ Ὁμηρικοῦ ἔλλοψ, «ἔλλοπες... βούλονται γὰρ κατὰ τὴν ἀναλογίαν ἴλλοπές τινες εἶναι διὰ τὸ εἴργεσθαι φωνῆς· ἔστι γὰρ τὸ μὲν ἴλλεσθαι εἴργεσθαι, ἡ δὲ ὄψ φωνὴ» κτλ. Ἀθην, 308Β, C, πρβλ. Πλούτ. 2. 728Ε.
Russian (Dvoretsky)
ἴλλοψ: οπος adj. немой (Plut.; вымышленное слово, якобы объясняющее происхождение ἔλλοψ у Hes.).