ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
adv.
en somme, au total.
Étymologie: σύνολος.
συνόλως: в целом, вообще Isocr.
συνόλως: ἴδε σύνολος ἐν τέλει.
Α
βλ. σύνολος.