ἀποτάδην
Ῥῦσέ με δεινῶν νοσημάτων, ἱερώτατε, ἱερωσύνην συναρμόσας ἐν χαρᾷ και ἐπιστήμης τὸ πολύτιμον κεφάλαιον → Deliver me from grievous afflictions, most holy one, joining sanctity together in joy with the precious fountainhead of knowledge
English (LSJ)
[ᾰδ], Adv., (τείνω) A stretched at length, Luc.Zeux.4, Ael. NA4.21; ἀ. τρέχειν Poll.6.175. 2 diffusely, prolixly, Philostr. VS1Praef., cf. 1.15.4; ξυνέστειλε τοὺς χοροὺς ἀ. ὄντας Id.VA6.11; ἀ. φθεγγόμενον [φθέγμα κηρύκων] Poll.4.94; also with κατά, τῶν κατὰ ἀ. λόγων ἀκήκοας Herm.in Phdr.p.184A.
Spanish (DGE)
adv. con extensión, en todas direcciones, a lo largo y ancho τρέχειν Poll.6.175, ξυνέστειλε τοὺς χοροὺς ἀ. ὄντας abrevió los coros que eran muy prolijos Philostr.VA 6.11 (p.244), ἀ. φθεγγόμενον voz lanzada en todas las direcciones Poll.4.94, cf. Luc.Zeux.4, Ael.NA 4.21, Hsch.
•fig. τῶν κατὰ ἀ. λόγων ἀκήκοας oíste las palabras en toda su extensión Herm.in Phdr.p.184A
•de forma prolija ἀ. καὶ ἐς μῆκος (exponer cuestiones) prolijamente y por extenso Philostr.VS 481.
German (Pape)
[Seite 329] ausgedehnt, Luc. Zeux. 4; Ael. H. A. 4, 21; weitläufig, Sp.
French (Bailly abrégé)
adv.
avec tension, avec force.
Étymologie: ἀποτείνω, -δην.
Russian (Dvoretsky)
ἀποτάδην: (ᾰδ) adv. в вытянутом состоянии (οἱ πόδες ἀ. Luc.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀποτάδην: [ᾰ], (τείνω), ἐπιρρ., ἐκτεταμένως, κατ’ ἔκτασιν, ἐκτάδην, κατὰ μῆκος, Λουκ. Ζεῦξ. 4, Αἰλ. περὶ Ζ. 4. 21· ἀπ. τρέχειν Πολυδ. Ϛ΄, 175. 2) σχοινοτενῶς, μακροεπῶς, Φιλοστρ. 481, 500· ἀποτάδην φθεγγόμενον φθέγμα κηρύκων Πολυδ. Δ΄, 94.
Greek Monolingual
ἀποτάδην επίρρ. (Α) αποτείνω
1. εκτεταμένα, διεξοδικά
2. σκόρπια, χωρίς τάξη.