φιλοσκώμμων
Χριστὸς ἀνέστη ἐκ νεκρῶν, θανάτῳ θάνατον πατήσας, καὶ τοῖς ἐν τοῖς μνήμασι, ζωὴν χαρισάμενος → Christ is risen from the dead, trampling down death by death, and upon those in the tombs bestowing life
English (LSJ)
ον, gen. ονος, fond of scoffing or jesting, Hdt.2.174, Plu.Sull.2, App.Sam.7.2, Luc.Tim.46. Adv. -μόνως Poll.5.161.
German (Pape)
[Seite 1285] ονος, Spott liebend, gern spottend, Her. 2, 174.
French (Bailly abrégé)
ων, ον ; gén. ονος;
qui aime à railler, moqueur.
Étymologie: φίλος, σκώπτω.
Russian (Dvoretsky)
φιλοσκώμμων: 2, gen. ονος любящий насмешки или шутки Her., Plut.
Greek (Liddell-Scott)
φῐλοσκώμμων: -ον, ὁ ἀγαπῶν τὰ σκώμματα ἢ τὰ ἀστεῖα, Ἡρόδ. 2. 174, Ἀππ., Λουκ., κλπ. Ἐπίρρ. -μόνως, Πολυδ. Ε΄, 161.
Greek Monolingual
-ον ΝΜΑ
(στην νεοελλ. ως λόγιος τ.) αυτός που του αρέσουν τα πειράγματα ή οι αστεϊσμοί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -σκώμμων (< σκῶμμα «πείραγμα, αστεϊσμός»)].
Greek Monotonic
φῐλοσκώμμων: -ον, αυτός που αγαπά τα σκώμματα ή τα αστεία, σε Ηρόδ.