ἀπατιμάζω
From LSJ
Θεοῦ γὰρ οὐδεὶς χωρὶς (ἐκτὸς οὐδεὶς) εὐτυχεῖ βροτῶν → Nullus beatus absque numine est dei → Glückselig Gott allein und sonst kein Sterblicher
English (LSJ)
= ἀπατιμάω (dishonour greatly, dishonor greatly), ἀπητιμασμένη A. Eu. 95.
Spanish (DGE)
(ἀπᾰτῑμάζω) deshonrar totalmente ὑφ' ὑμῶν ... ἀπητιμασμένη A.Eu.95.
German (Pape)
[Seite 282] = folgd., ἀπητιμασμένη Aesch. Eum. 95.
French (Bailly abrégé)
part. pf. Pass. ἀπητιμασμένος;
déshonorer, outrager.
Étymologie: ἀπό, ἀτιμάζω.
Russian (Dvoretsky)
ἀπατῑμάζω: бесчестить, позорить (ὑπό τινος ἀπητιμασμένος Aesch.).
Greek (Liddell-Scott)
ἀπᾰτῑμάζω: τῷ ἑπομ., ἀπητιμασμένη Αἰσχύλ. Εὐμ. 95.
Greek Monolingual
ἀπατιμάζω κ. ἀπατιμῶ (-άω) (Α)
εξευτελίζω, ατιμάζω.
Greek Monotonic
ἀπᾰτῑμάζω: = το επόμ.· μτχ. Παθ. παρακ. ἀπητιμασμένος, σε Αισχύλ.
Middle Liddell
= ἀπατιμάω