λαχανεύω
Ἦθος πονηρὸν φεῦγε καὶ κέρδος κακόν → Iniusta fuge compendia et mores malos → Charakterlosigkeit und Unrechtsvorteil flieh
English (LSJ)
A plant vegetables, PSI4.403.13 (iii B.C.):—Pass., to be planted with vegetables or produce them, Str.5.4.3, App.Pun.117, PStrassb.122.5 (ii A.D.); τὰ-όμενα vegetables, Sor.1.87. 2 Pass., to be used as pot-herbs, λαχανεύεται ἑφθόν Dsc.2.119. II Med., gather herbs, Luc.Lex.2.
French (Bailly abrégé)
planter des légumes;
Moy. λαχανεύομαι se nourrir de légumes.
Étymologie: λάχανον.
Greek Monolingual
λαχανεύω (Α) λάχανον
1. φυτεύω λάχανα
2. μέσ. λαχανεύομαι
μαζεύω λάχανα
3. παθ. α) (για τόπο) χρησιμεύω για φύτευση λαχάνων ή παράγω λάχανα («ἔνια τῶν πεδίων σπείρεσθαι δι' ἔτους δίς... τινὰ δὲ καὶ λαχανεύεσθαι τῷ τετάρτῳ σπόρῳ», Στράβ.)
β) τρώγομαι ως λάχανο («λαχανεύεται δὲ ἑφθόν», Διοσκ.)
4. (το ουδ. πληθ. μτχ. μέσ. ενεστ. ως ουσ.) τα λαχανευόμενα
τα λάχανα.