απλόχερο
From LSJ
Ἐδιζησάμην ἐμεωυτόν → I searched out myself
Greek Monolingual
απλοχέρης, απλοχέρα, απλοχέρικο κ. απλόχερος, απλόχερη, απλόχερο
1. ανοιχτοχέρης, γενναιόδωρος
2. αυτός που ξοδεύει χωρίς να λογαριάζει τα οικονομικά του, σπάταλος
3. αυτός που απλώνει χέρι στα ξένα πράγματα, ο κλέφτης.