Σέβου τὸ θεῖον μὴ ‘ξετάζων, πῶς ἔχει → Venerare numen: quid sit, noli quaerere → Die Gottheit ehre ohne Prüfung ihres Tuns
μαστοδοτῶ, -έω (Α)γαλουχώ, θηλάζω.[ΕΤΥΜΟΛ. < μαστός + -δοτῶ (< δότης), πρβλ. λογοδοτώ].