ἑτοιμοπειθής

From LSJ
Revision as of 07:00, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)]" to "πρβλ. $2$4]")

Θεὸς συνεργὸς πάντα ποιεῖ ῥᾳδίως → Rem facile quamvis peragit adiutor deus → Wirkt Gott als unser Partner, macht er alles leicht

Menander, Monostichoi, 237
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἑτοιμοπειθής Medium diacritics: ἑτοιμοπειθής Low diacritics: ετοιμοπειθής Capitals: ΕΤΟΙΜΟΠΕΙΘΗΣ
Transliteration A: hetoimopeithḗs Transliteration B: hetoimopeithēs Transliteration C: etoimopeithis Beta Code: e(toimopeiqh/s

English (LSJ)

ές, ready to obey, Hdn.Epim.38.

German (Pape)

[Seite 1052] ές, bereit zu gehorchen, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἑτοιμοπειθής: -ές, ἑτοίμως πειθόμενος, Ἡρῳδιαν. ἐπιμερισμ. σ. 38, ἔκδ. Boiss.

Greek Monolingual

ἑτοιμοπειθής, -ές (ΑΜ)
αυτός που πείθεται εύκολα, ο ευκολόπιστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -πειθής (< πείθω), πρβλ. ευπειθής].