ναρκοπέδιο

From LSJ
Revision as of 08:15, 8 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)<b>πρβλ\.<\/b> (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\)\]" to "<b>πρβλ.</b> $2$4, $7$9)]")
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → But for extreme illnesses, extreme remedies, applied with severe exactitude, are the best (Hippocrates, Aphorism 6)

Source

Greek Monolingual

το
στρατ. έκταση στην ξηρά ή στη θάλασσα στην οποία έχουν τοποθετηθεί νάρκες σε μία ή περισσότερες σειρές για να κάνουν επικίνδυνο ή αδύνατο το πέρασμα τών στρατευμάτων, τών οχημάτων ή τών πλοίων του αντιπάλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + πεδίο (πρβλ. λεκανοπέδιο, οροπέδιο)].