στρέφος
From LSJ
πρὸ τελευτῆς μὴ μακάριζε μηδένα, καὶ ἐν τέκνοις αὐτοῦ γνωσθήσεται ἀνήρ → Count no man blessed before his end; a man will be recognized in his offspring. (Ecclesiasticus 11:28)
English (LSJ)
στρέμμα, δέρμα, βύρσα, Δωριεῖς, Hsch. (cf. στέρφος, στρέφωσις).
German (Pape)
[Seite 953] τό, = στέρφος, Hesych. στρέμμα, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
στρέφος: -εος, τό, = στρέμμα, «δέρμα βύρσα. Δωριεῖς» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
τὸ, Α
(κατά τον Ησύχ.) (στους Δωριείς) «στρέμμα, δέρμα, βύρσα».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται πιθ. για παραφθορά του αρχ. τ. στέρφος «δέρμα» (βλ. και λ. στέρφος) από το αμάρτυρο ουδ. στρέφος (< στρέφω), που μαρτυρείται στα συνθ. σε -στρεφής (πρβλ. ἀμφιστρεφής, εὐστρεφής)].