μυλωνάς
Ἴση λεαίνης καὶ γυναικὸς ὠμότης → Feritas leaenae quanta, tanta et feminae → Der Löwin Wildheit ist die selbe wie der Frau
Greek Monolingual
ο θηλ. μυλωνού (Μ μυλωνάς, θηλ. μυλώνισσα)
ιδιοκτήτης ή εργάτης αλευρόμυλου, μυλωθρός
νεοελλ.
1. ιδιοκτήτης ή εργάτης κάθε είδους μύλου
2. το θηλ. η μυλωνού
ιδιοκτήτρια μύλου ή γυναίκα που εργάζεται σε μύλο ή η σύζυγος του μυλωνά
3. παροιμ. α) «θεωρία επισκόπου και καρδία μυλωνά» — λέγεται για πρόσωπα ή πράγματα επιφανειακά μεν πολύ ωραία, αλλά κατά βάθος άσχημα
β) «όλοι κλαίνε τον πόνο τους κι ο μυλωνάς τ' αυλάκι» — λέγεται για να δηλώσει το γεγονός ότι ο καθένας ενδιαφέρεται μόνο για τα δικά του προβλήματα και αδιαφορεί για τα προβλήματα των άλλων
γ) «από μυλωνάς δεσπότης» — λέγεται γι' αυτούς που προάγονται ξαφνικά και χωρίς να αξίζουν
δ) «είν' ο καημός της μυλωνούς να βάνει ρούχο μαύρο», λέγεται για να εκφράσει την αδημονία που αισθάνεται κάποιος από τις συνθήκες ή τους περιορισμούς του επαγγέλματός του
ε) «κι η μυλωνού τον άντρα της με τους πραματευτάδες» — λέγεται για όσους θέλουν να φανούν ανώτεροι από όσο αξίζουν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μύλων + κατάλ. -άς (πρβλ. γαλατάς)].