πλαγιόμματος
From LSJ
Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...
English (LSJ)
ον, with oblique eyes, squinting, Eust.768.7.
Greek (Liddell-Scott)
πλᾰγιόμματος: -ον, ὁ ἔχων πλαγίους ὀφθαλμούς, «ἀλλοίθωρος», Εὐστ. 768. 7.
Greek Monolingual
-ον, Μ
αυτός που βλέπει λοξά, ο αλλήθωρος («στραβός καὶ πλαγιόμματος», Ευστ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πλάγιος + -όμματος (< ὄμμα, -ατος), πρβλ. μονόμματος, πολυόμματος).