σιαγονίτης
From LSJ
ἡδονήν, μέγιστον κακοῦ δέλεαρ → pleasure, the greatest incitement to evildoing | pleasure, a most mighty lure to evil | pleasure, the great bait to evil
English (LSJ)
[ῑτ] μῦς, ὁ, the muscle of the jaw-bone, Alex.Trall.1.16, Steph.in Hp. 1.99D.
German (Pape)
[Seite 877] ὁ, μῦς, der Kinnbackenmuskel, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
σιᾱγονίτης: μῦς, ὁ, ὁ μῦς τῆς σιαγόνος, Ἀλέξ. Τραλλ. 1. 97.
Greek Monolingual
ὁ, ΜΑ
(ενν. μῦς) ο μυς της σιαγόνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σιαγών, -όνος + κατάλ. -ίτης (πρβλ. πωγωνίτης)].